δημηγορικος

δημηγορικος
    δημηγορικός
    δημ-ηγορικός
    3
    1) относящийся к публичным выступлениям, ораторский
    

(τέχνη Plat.; γένος λόγων Arst.)

    2) владеющий ораторским искусством, умеющий публично выступать (sc. ἄνδρες Xen.)

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "δημηγορικος" в других словарях:

  • δημηγορικός — suited to public speaking masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημηγορικός — ή, ό (Α δημηγορικός, ή, όν) [δημηγόρος] ο κατάλληλος για δημηγορία (Πλάτ., Πολιτ.) αρχ. 1. το θηλ. ως ουσ. η δημηγορική η τέχνη τού να αγορεύει κανείς δημόσια 2. (ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δημηγορικά η δημηγορία, η αγόρευση μπροστά στον λαό …   Dictionary of Greek

  • δημηγορικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη δημηγορία: Είναι ένα δημηγορικό σχήμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δημηγορικά — δημηγορικός suited to public speaking neut nom/voc/acc pl δημηγορικά̱ , δημηγορικός suited to public speaking fem nom/voc/acc dual δημηγορικά̱ , δημηγορικός suited to public speaking fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημηγορικῶν — δημηγορικός suited to public speaking fem gen pl δημηγορικός suited to public speaking masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημηγορικόν — δημηγορικός suited to public speaking masc acc sg δημηγορικός suited to public speaking neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημηγορικοῖς — δημηγορικός suited to public speaking masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημηγορικοί — δημηγορικός suited to public speaking masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημηγορικοῦ — δημηγορικός suited to public speaking masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημηγορικούς — δημηγορικός suited to public speaking masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημηγορικῆς — δημηγορικός suited to public speaking fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»